- ἀγακτίμενος
- ᾰγακτῐμενος1 well-built
Κυράνας ἀγακτιμέναν πόλιν P. 5.81
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Κυράνας ἀγακτιμέναν πόλιν P. 5.81
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ἀγακτιμέναν — ἀγακτιμένᾱν , ἀγακτίμενος fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)